«Επιδιώκω να ξυπνήσουμε μία συνειδητοποίηση για τις παράλογες εμμονές που μας καθορίζουν, για τις κοινωνικές μάσκες που φοράμε»
Ο γνωστός σκηνοθέτης Νίκος Καμτσής μιλάει στη «Βραδυνή της Κυριακής» για το Θέατρο «Τόπος Αλλού», όπου είναι καλλιτεχνικός διευθυντής, την Τέχνη γενικότερα, αλλά και για τις ορδές των influencers και followers.
Αναλυτικά η συνέντευξη του Νίκου Καμτσή στη «ΒτΚ»:
Κύριε Καμτσή, σας καλωσορίζουμε και θέλουμε να μας πείτε τι βλέπουμε τη σεζόν αυτή στο θέατρο «Τόπος Αλλού», του οποίου είστε και καλλιτεχνικός διευθυντής.
«Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση και το ενδιαφέρον! Αυτή τη σεζόν, το θέατρο “Τόπος Αλλού” γεμίζει με τη φαντασία, το χιούμορ και την καυστική κοινωνική κριτική του Νικολάι Γκόγκολ. Παρουσιάζουμε την παράσταση “Gogol:
Η αβάσταχτη ελαφρότητα μιας μύτης”, μία σύνθεση βασισμένη σε τρία εμβληματικά του έργα: τον “Επιθεωρητή”, τη “Μύτη” και τα “Παντρολογήματα”. Είναι μία κωμωδία που μιλά για τη διαχρονική ανθρώπινη ματαιοδοξία, τη γραφειοκρατία, την εξουσία και τις αδυναμίες μας.
Μέσα από την ανατρεπτική πλοκή και τους μοναδικούς χαρακτήρες του Γκόγκολ, η παράσταση προσκαλεί το κοινό να γελάσει, αλλά και να προβληματιστεί, καθώς οι ιστορίες του δεν απέχουν πολύ από τη δική μας καθημερινότητα. Στο επίκεντρο, φυσικά, βρίσκεται η διάσημη Μύτη, σύμβολο της ανθρώπινης ταυτότητας, που στην παράστασή μας παίρνει μία σχεδόν “ζωντανή” μορφή, θυμίζοντάς μας πόσο συχνά κυνηγάμε το παράλογο.
Η παράσταση είναι γεμάτη ζωντάνια, με εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια από τη Μίκα Πανάγου, τα οποία αναδεικνύουν το φανταστικό και υπερβατικό στοιχείο της γραφής του Γκόγκολ. Πρόκειται για ένα θέαμα που συνδυάζει το γέλιο με την ουσιαστική ματιά στη ζωή. Σας περιμένουμε!».
Πώς καταφέρατε να συνδυάσετε τρία έργα μαζί;
«Η σύνθεση τριών έργων του Γκόγκολ σε μία ενιαία παράσταση ήταν μία συναρπαστική πρόκληση. Κλειδί για την προσέγγισή μας ήταν η κατανόηση του κοινού θεματικού νήματος που διατρέχει τα έργα του: Η ανθρώπινη ματαιοδοξία, η κοινωνική υποκρισία, η αναζήτηση ταυτότητας και η γελοιοποίηση της εξουσίας.
Ο Γκόγκολ έχει αυτή τη μοναδική ικανότητα να δημιουργεί κόσμους που, αν και διαφορετικοί, μοιράζονται κοινές αρχές και αντιλήψεις. Ξεκινήσαμε με τη “Μύτη” ως κεντρικό συμβολικό στοιχείο.
Η παράλογη ιστορία της χαμένης μύτης λειτουργεί ως καταλύτης για να αναδείξουμε τις εμμονές με την κοινωνική εικόνα, θέμα που ενώνει και τα υπόλοιπα έργα. Ο “Επιθεωρητής”, με τη σάτιρα της εξουσίας και της διαφθοράς, προσφέρει το ιδανικό πλαίσιο για να ενταχθεί η δράση, ενώ τα “Παντρολογήματα” εισάγουν τη διάσταση των ανθρώπινων σχέσεων και της δέσμευσης.
Ο τρόπος που ενώσαμε τις ιστορίες είναι μέσα από μία σκηνική αφήγηση γεμάτη ανατροπές, όπου οι χαρακτήρες και τα γεγονότα των τριών έργων “συνομιλούν”. Δημιουργήσαμε μία ενιαία θεατρική γλώσσα που επιτρέπει στους θεατές να μεταβαίνουν ομαλά από το ένα έργο στο άλλο, με τον Γκόγκολ ως έναν αόρατο ξεναγό στον κόσμο του.
Έτσι, η παράσταση αποκτά τη μορφή ενός καλειδοσκοπίου, όπου τα επιμέρους κομμάτια ενώνονται για να σχηματίσουν μία ολοκληρωμένη εικόνα του γκροτέσκου κόσμου του συγγραφέα».
Και ο τίτλος πώς προέκυψε;
«Ο τίτλος “Gogol: Η αβάσταχτη ελαφρότητα μιας μύτης” γεννήθηκε από την ανάγκη ναεκφράσουμε με έναν παιχνιδιάρικο αλλά και βαθύ τρόπο το πνεύμα της παράστασης.
Η μύτη είναι φυσικά αναφορά στο διάσημο διήγημα του Γκόγκολ, αλλά εδώ λειτουργεί και ως σύμβολο: εκπροσωπεί την ανθρώπινη ματαιοδοξία, την εμμονή μας με την κοινωνική μας εικόνα και τη γελοιότητα που συχνά συνοδεύει την επιδίωξή της.
Η φράση “αβάσταχτη ελαφρότητα” εμπνέεται από τη φαινομενική ελαφρότητα της γραφής του Γκόγκολ, η οποία όμως κρύβει τεράστιο βάρος νοημάτων και αλήθειας.
Οι ιστορίες του, αν και συχνά κωμικές και παράλογες, καταφέρνουν να θίξουν βαθιά υπαρξιακά και κοινωνικά ζητήματα. Αυτή η αντίθεση μεταξύ του κωμικού και του σοβαρού είναι κάτι που προσπαθούμε να αποδώσουμε και στην παράσταση».
Αρκετά έργα του Νικολάι Γκόγκολ παίζονται. Τι το ιδιαίτερο έχει που γοητεύει σκηνοθέτες και κοινό;
«Το ιδιαίτερο στοιχείο που καθιστά τα έργα του Νικολάι Γκόγκολ τόσο γοητευτικά για σκηνοθέτες και κοινό είναι η μοναδική του ικανότητα να συνδυάζει την κωμωδία με την κοινωνική κριτική και τον υπαρξιακό προβληματισμό.
Τα έργα του δεν είναι απλώς σάτιρες ή απλά κωμικές καταστάσεις. Είναι πολυδιάστατα και γεμάτα βάθος, με χαρακτήρες και θέματα που, παρά τη φαινομενική τους απλότητα, αγγίζουν τα πιο σύνθετα ζητήματα της ανθρώπινης φύσης και κοινωνίας.
Ο Γκόγκολ δημιουργεί έναν κόσμο όπου το παράλογο και το γελοίο συναντώνται με το τραγικό, προκαλώντας το κοινό να γελάσει και ταυτόχρονα να αναρωτηθεί για τη φύση της κοινωνίας και του ανθρώπου.
Το έργο του είναι γεμάτο από εξαιρετικά “σκιώδη” και αντιφατικά πρόσωπα: ήρωες που είναι ταυτόχρονα θύματα της κοινωνικής καταπίεσης και της δικής τους αδυναμίας, προσφέροντας έτσι μία πολύπλοκη, αλλά και εύκολα αναγνωρίσιμη, εικόνα της ανθρώπινης εμπειρίας».
Εσείς τι θέλετε να περάσετε με την παράσταση αυτή στο θεατή;
«Θέλω να προσκαλέσω το κοινό σε μία ανατρεπτική, γεμάτη φαντασία, αλλά και στοχαστική εμπειρία, που συνδυάζει το γέλιο με τον προβληματισμό.
Επιδιώκω να ξυπνήσουμε μία συνειδητοποίηση για τις παράλογες εμμονές που μας καθορίζουν, για τις κοινωνικές μάσκες που φοράμε και για την αδυναμία μας να αναγνωρίσουμε τον πραγματικό μας εαυτό πίσω από τις εξωτερικές προσδοκίες και τις κοινωνικές επιταγές».
Από τα προσωπικά σας μέσα κοινωνικής δικτύωσης απευθύνατε, τέλος Αυγούστου, ένα κάλεσμα για τη δημιουργία ενός κινήματος που θα βάλει την Τέχνη, το Θέατρο, το Βιβλίο, τη Ζωγραφική στο επίκεντρο προσοχής των social media. Μιλήστε μας γι’ αυτό και τι έγινε;
«Τίποτα. Οι followers προτιμούν τη σάχλα και την ανοησία των social media. Μόνο τρία άτομα απάντησαν και δήλωσαν διαθέσιμα για ένα τέτοιο εγχείρημα.
Οι ορδές των influencers και followers επιβεβαίωσαν περίτρανα τον Γκόγκολ και τα πρόσωπά του. Είμαι σίγουρος ότι αν ζούσε στην εποχή μας θα έγραφε ένα έργο πάνω σ’ αυτό το χαώδες θέμα της ανοησίας του σύγχρονου ανθρώπου και όχι μόνο του Έλληνα».
Η Πολιτεία στέκεται αρωγός στο χώρο του Θεάτρου;
«Η Πολιτεία θα έπρεπε να δημιουργεί Πολιτισμό. Αντίθετα, εκμεταλλεύεται το έργο των καλλιτεχνών για να παρουσιάσει πολιτιστικό έργο».
*Αναδημοσίευση από τη «Βραδυνή της Κυριακής»
Πηγή: www.vradini.gr